- συνεπιδεῖν
- συνεπιδέωbandage as wellpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιδέω — Α δένω με επίδεσμο κάτι μαζί με κάτι άλλο («τὸ ἕτερον σκέλος τῷ ὑγιεῑ συνεπιδεῑν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιδέω (Ι) «δένω επάνω, δένω με επίδεσμο»] … Dictionary of Greek